- μυρέων
- μῠρέων , μύρωflowfut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ματθαίος — I (ο ευαγγελιστής, 1ος αι. μ.Χ.). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους του Ιησού. Παρότι δεν υπάρχουν ασφαλείς ιστορικές πληροφορίες για τη ζωή του, εικάζεται ότι καταγόταν από τη Γαλιλαία και προερχόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς και ότι ασκούσε το … Dictionary of Greek
πανσλαβισμός — Πολιτική και πολιτιστική κίνηση, της οποίας η ιδεολογική αφετηρία πρέπει να αναζητηθεί στους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα. Ο όρος π. δεν είναι σλαβικός (προτάθηκε από τον Χέρκελ το 1826) και το περιεχόμενο του δεν είναι πάντοτε σαφές. Η θεωρία … Dictionary of Greek
πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ … Dictionary of Greek
Βελλάς, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων, κοντά στον ποταμό Καλαμά, αφιερωμένο στη Γέννηση της Θεοτόκου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 11o αι., αλλά αυτό που υπάρχει σήμερα χτίστηκε το 1745, όπως φανερώνει επιγραφή που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Λεγκράν, Εμίλ — (Émile Legrand, Φοντενέ λε Μαρμιόν 1841 – Παρίσι 1903). Γάλλος νεοελληνιστής. Η οικογένειά του τον προόριζε για τον ιερατικό κλάδο, ωστόσο ο ίδιος εγκατέλειψε τον εκκλησιαστικό βίο το 1866. Τα δύο επόμενα χρόνια ολοκλήρωσε τον πρώτο κύκλο σπουδών … Dictionary of Greek